υποδεικνυω...

υποδεικνυω...
    ὑποδεικνύω...
    ὑποδείκνυμι, ὑποδεικνύω
    (ион. part. aor. ὑποδέξας)
    1) тж. med. показывать мельком или вскользь
    

(τί τινι Her.)

    καλὰς ἐλπίδας ὑποδείξας ἐν αὑτῷ πᾶσι τοῖς Ἕλλησι Polyb. — подававший всем грекам прекрасные надежды;
    ὑποδεῖξαί τινά (τί) τινι Plut. — познакомить кого с кем(чем)-л.

    2) намечать
    

(διώρυχας Her.; τὰ σχήματά τινος Arst.)

    3) подавать пример
    

καλῶς ὑ. Xen. — служить хорошим примером

    4) выставлять напоказ
    

(ἀρετήν Thuc.; τέν ἐναντίαν ἔμφασιν Polyb.)

    5) давать указание, указывать
    

ὑποδεῖξαί τινι, πρὸς ὃν χρέ πολεμεῖν Isocr. — указать кому-л., с кем нужно воевать;

    ὑποδεικτέος ἂν εἴη τρόπος Polyb. — следовало бы указать способ

    6) показываться, обнаруживаться
    

(οἱ θεοὴ οὕτως ὑποδεικνύουσιν Xen.)

    ὅ εἰ ἔπεισι καὴ ἔσται, οἷον ὑποδείκνυσιν Xen. — если это будет продолжаться и останется таким, каким представляется (уже теперь)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "υποδεικνυω..." в других словарях:

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

  • υποδεικνύω — υποδεικνύω, υπέδειξα βλ. πίν. 87 και (σπάν.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑποδεικνύω — ὑποδείκνυμι show pres subj act 1st sg ὑποδείκνυμι show pres subj act 1st sg ὑποδείκνυμι show pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθυποδεικνύω — υποδεικνύω κι εγώ κάτι σε κάποιον που μου κάνει υποδείξεις …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • παρεγγυώ — άω, ΜΑ 1. συνιστώ, υποδεικνύω (α. «τοῡτ ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ. β. «εἰρἡνην ἡμῑν παρεγγυᾷ», Επιφάν.) 2. διατάσσω, εκδίδω εντολή (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ. β. «ταῡτα παρηγγύα πρός τινα», Άννα Κομν.) μσν. υποδεικνύω, υποδηλώνω αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • συνυποδείκνυμι — και συνυποδεικνύω Α [ὑποδείκνυμι / ὑποδεικνύω] υποδεικνύω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συνυποδεῑξαι τὰς ὁδοὺς αὐτοῑς», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • συνίσταμαι — συνίσταμαι, συστάθηκα βλ. πίν. 133 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνιστώ — συνιστώ, συνέστησα βλ. πίν. 158 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»